- περινέφελος
- -ον, Ασκεπασμένος ολόγυρα με σύννεφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -νέφελος (< νεφέλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περινέφελον — περινέφελος clouded masc/fem acc sg περινέφελος clouded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
περινεφής — ές, Α ο περινέφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νεφής (< νέφος)] … Dictionary of Greek